αιγόκερως
Greek Monolingual
(-ω) και μεταγενέστερα (-ωτος), ο (Α αἰγόκερως) (Α και ως επίθ. -ως, -ων)
ως ουσ. αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, ο Αιγόκερως
αρχ.
ως επίθ. αυτός που έχει κέρατα τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + -κέρως < γεν. κέρα(σ)ος της λ. κέρας.