αστερισμός

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀστερισμός) αστήρ
μια ομάδα απλανών αστέρων που εμφανίζονται με ορισμένη διάταξη
αρχ.
η ιχνογράφηση αστεριών επάνω σε ομοίωμα του ουράνιου θόλου.