η (Α αἰτιατική)μία από τις πλάγιες πτώσεις, η τέταρτη κατά σειρά της αρχαίας και η τρίτη της νέας ελληνικής γλώσσας.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αἰτιατός.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιτιατικοσύντακτος, αιτιατικοφανής].