αιγυπτιακός

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰγυπτιακός, -ή, -ὸν) Αἰγύπτιος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγυπτο ή προέρχεται από αυτήν
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αιγυπτιακά
τίτλος έργων του Ελλάνικου και άλλων.