-ή, -ό (Α αἰγυπτιακός, -ή, -ὸν) Αἰγύπτιοςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγυπτο ή προέρχεται από αυτήναρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αιγυπτιακάτίτλος έργων του Ελλάνικου και άλλων.