αἰσχυνομένως

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Adv.

   A modestly, shamefacedly, D.H. 7.50.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχῡνομένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ αἰσχύνω, μετ’ αἰσχύνης, Διον. Ἁλ. 7. 50.

Spanish (DGE)

adv. modesta, tímidamente D.H.7.50.

Greek Monolingual

αἰσχυνομένως (Α)
σεμνά, ντροπαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απο τη μτχ. μέσου ενεστ. του ρ. αἰσχύνω].