-ές (Α ζωογενής, -ές)αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητόςνεοελλ.αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, ομο-γενής].