ἡμικοτύλη

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A half-κοτύλη, POxy.1142.2 (iii A.D.), v.l. in Hp.Nat.Mul.107, Hero Spir.2.30.

German (Pape)

[Seite 1168] ἡ, eine halbe κοτύλη, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικοτύλη: ῠ, ἡ, ἡμίσεια κοτύλη, Ἱππ. 586. 8.

Greek Monolingual

ἡμικοτύλη, ἡ (Α)
μισή κοτύλη, μέτρο χωρητικότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κοτύλη.