ἡμίθνητος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A half-mortal, of the Dioscuri, Lyc.511, cf. Gal.17(1).235.    2 half-dead, LXXWi.18.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίθνητος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ θνητός, ἐπὶ τῶν Διοσκούρων, Λυκ. 511· ― κατὰ τὸ ἥμισυ νεκρός, Ἑβδ.

Greek Monolingual

ἡμίθνητος, -ον (Α)
1. (για τους Διόσκουρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θνητός
2. σχεδόν νεκρός, ετοιμοθάνατος.