ἡμίθνητος
From LSJ
English (LSJ)
ἡμίθνητον,
A half-mortal, of the Dioscuri, Lyc.511, cf. Gal.17(1).235.
2 halfdead, half-dead, LXX Wi.18.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίθνητος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ θνητός, ἐπὶ τῶν Διοσκούρων, Λυκ. 511· ― κατὰ τὸ ἥμισυ νεκρός, Ἑβδ.
Greek Monolingual
ἡμίθνητος, -ον (Α)
1. (για τους Διόσκουρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θνητός
2. σχεδόν νεκρός, ετοιμοθάνατος.
Translations
Armenian: կիսամեռ; Czech: polomrtvý; French: demi-mort, demi-morte, demi-morts, demi-mortes; Ancient Greek: ἡμιθνής, ἡμίθνητος, ἡμιθανής; Gujarati: અધમૂઉં; Hungarian: félholt; Icelandic: hálfdauður; Irish: bogmharbh, leathmharbh, díbheo; Polish: półumarły; Russian: полумёртвый; Swedish: halvdöd