το (AM ἡμιτόνιον)μουσ. μισός τόνος, δηλαδή το μισό της μεγαλύτερης απόστασης μεταξύ δύο διαδοχικών φθόγγων της φυσικής κλίμακαςαρχ.σχοινί από χορδές που έχει το μισό πάχος από το συνηθισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίτονος + κατάλ. -ιον].