ημιτόνιο

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἡμιτόνιον)
μουσ. μισός τόνος, δηλαδή το μισό της μεγαλύτερης απόστασης μεταξύ δύο διαδοχικών φθόγγων της φυσικής κλίμακας
αρχ.
σχοινί από χορδές που έχει το μισό πάχος από το συνηθισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίτονος + κατάλ. -ιον].