ημίτονος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἡμίτονος, -ον)
1. (για συλλαβές)
1. αυτή που έχει μισό τόνο, που τονίζεται ελαφρά, δηλαδή δεν έχει τον κύριο τόνο της λέξης, αλλά δεν είναι και εντελώς άτονη
2. μουσ. αυτός που αποτελείται από ημιτόνια
3. το ουδ. ως ουσ. το ημίτονο
μαθ. η κάθετη γραμμή που άγεται από το ένα άκρο τόξου το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ τών πλευρών επίκεντρης γωνίας επί την ακτίνα που διέρχεται διά του άλλου άκρου του
μσν.
αυτός που δεν έχει σωματική δύναμη, μισοπεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τονος (< τόνος), πρβλ. βαρύτονος, οξύτονος].