η (AM ἡμικρανία)σφοδρός πονοκέφαλος που προσβάλλει το ένα πλάγιο του κεφαλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετερο-κρανία, κατα-κρανία.