δυσνίκητος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A hard to conquer, ἔρως J.AJ18.1.6, cf. Plu.Comp.Pel.Marc.2, D.C.43.28.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu besiegen; Plut. Pelop. 2 Marc. 2; ἔρως Mel. 52 (V, 179).

Greek (Liddell-Scott)

δυσνίκητος: [ῑ], -ον, δυσκατάβλητος, δυσκολονίκητος, Πλούτ. Συγκρ. Πελοπ. Μαρκ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à vaincre.
Étymologie: δυσ-, νικάω.

Greek Monolingual

δυσνίκητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα νικιέται.