δυσνίκητος
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A hard to conquer, ἔρως J.AJ18.1.6, cf. Plu.Comp.Pel.Marc.2, D.C.43.28.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu besiegen; Plut. Pelop. 2 Marc. 2; ἔρως Mel. 52 (V, 179).
Greek (Liddell-Scott)
δυσνίκητος: [ῑ], -ον, δυσκατάβλητος, δυσκολονίκητος, Πλούτ. Συγκρ. Πελοπ. Μαρκ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à vaincre.
Étymologie: δυσ-, νικάω.
Greek Monolingual
δυσνίκητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα νικιέται.