ἔρως

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρως Medium diacritics: ἔρως Low diacritics: έρως Capitals: ΕΡΩΣ
Transliteration A: érōs Transliteration B: erōs Transliteration C: eros Beta Code: e)/rws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, acc. ἔρων for
A ἔρωτα Alex.Aet.3.12, AP9.39 (Musicius): in Ep. and Lyr. usually ἔρος (q.v.): (ἕραμαι, ἐράω A):—love, mostly of the sexual passion, θηλυκρατὴς ἔρως A.Ch.600 (lyr.); ἐρῶσ' ἔρωτ' ἔκδημον E.Hipp.32; ἔρως τινός love for one, S.Tr.433; παίδων E. Ion67: generally, love of a thing, desire for it, πατρῴας γῆς A.Ag.540; δεινὸς εὐκλείας ἔρως Id.Eu.865, etc.; ἔχειν ἔμφυτον ἔρωτα περί τι Pl.Lg. 782e; πρὸς τοὺς λόγους Luc.Nigr.Praef.; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι Hdt.5.32; ἔρως ἔχει με c. inf., A.Supp.521; θανόντι κείνῳ συνθανεῖν ἔρως μ' ἔχει S.Fr.953; αὐτοῖς ἦν ἔρως θρόνους ἐᾶσθαι Id.OC367; ἔρως ἐμπίπτει μοι = have a desire to c. inf., A.Ag.341, cf. Th.6.24; εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι, εἰς ἔρωτά τινος ἐλθεῖν = fall in love, Antiph.212.3,Anaxil.21.5: pl., loves, amours, ἀλλοτρίων Pi.N.3.30; οὐχ ὅσιοι ἔρως E.Hipp.765 (lyr.); ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ar.Av.1316 (lyr.), etc.; of dolphins, πρὸς παῖδας Arist.HA631a10: generally, desires, S.Ant.617 (lyr.).
2 object of love or object of desire, ἀπρόσικτοι ἔρωτες Pi.N.11.48, cf. Luc.Tim.14.
3 passionate joy, S.Aj.693 (lyr.).
II pr. n., the god of love, Anacr.65, Parm.13, E.Hipp.525 (lyr.), etc.; Έ. ἀνίκατε μάχαν S.Ant.781 (lyr.): in plural, Simon.184.3, etc.
III at Nicaea, a funeral wreath, EM379.54.
IV name of the κλῆρος Ἀφροδίτης, Cat.Cod.Astr.1.168; = third κλῆρος, Paul.Al.K.3; one of the τόποι, Vett.Val.69.16.

German (Pape)

[Seite 1040] ωτος, ὁ, acc. auch ἔρων, Alex. Aetol. 12 Plat. ep. 30 (IX, 39), (vgl. ἔρος), die Liebe, bei Hom. stets von der Geschlechtsliebe; in der Il. ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε, Liebe umhüllte, umfing die Sinne, 3, 442. 14, 294; in der Od. ἔρω δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, 18, 212, wird richtiger mit Bekker ἔρῳ geschrieben u. auf ἔρος zurückgeführt; auch in der Il. ist die letzte Sylbe durch Position lang u. dah. wahrscheinlich ἔρος zu schreiben; τινός, zu Einem, Pind; ἣ Διὸς θάλπει κέαρ ἔρωτι Aesch. Prom. 593; θηλυκρατής Ch. 592; τοῦ τῆσδ' ἔρωτος ἥσσων ἔφυ Soph. Tr. 489; ἐρῶσ' ἔρων ἔκδημον Eur. Hipp. 32; Ar. u. A.; γυναικός, Xen.; εἰς ἔρωτά τινος ἐλθεῖν, sich in Jem. verliebt haben, Arr. An. 4, 19, 9; ἔρωτες, Liebeshändel, ἐκδοὺς ἑαυτὸν ἔρωσιν ἀλογίστοις Ath. XII, 511 b; νυκτερινοί ib. 542 d; Luc. –. Übh. Liebe, Neigung, Verlangen, Trachten wonach, τοῦ ὅλου τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα Plat. Conv. 192 e, vgl. Phaedr. 237 d; neben φιλία καὶ ἐπιθυμία Lys. 221 e; καὶ ἐπιθυμίας Rep. IX, 578 a; Gegensatz φόβος Legg. VIII, 837 a; πατρῴας τῆσδε γῆς Aesch. Ag. 526; εὐκλείας Eum. 827; τῶν σ' ἔρως ἔχει τυχεῖν Suppl. 516; παίδων Eur. Ion 67; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι, indem er darnach strebte, Her. 5, 32; ἔρως αὐτὸν ἔσχε τῶν σκηνημάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι Thuc. 6, 24; δεινῶς διάκεινται ἔρωτι τοῦ ὀνομαστοὶ γενέσθαι, aus dem Streben berühmt zu werden, Plat. Conv. 208 c; περί τι, Legg. VI, 782 e u. Folgde; ὁ πρὸς τοὺς λόγους ἔρως Luc. Nigr.; – der Gegenstand der Liebe, Luc. Tim. 14.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ) :
I. désir des sens, amour :
1 avec un rég. de pers. : τινος, pour qqn;
2 avec un rég. de chose, désir passionné, passion : ἔχειν ἔρωτά τινος avec l'inf. HDT avoir un ardent désir de qch ; ἔρως ἐστί μοι avec l'inf. SOPH j'ai un ardent désir de ; ἔρως ἐμπίπτει μοι avec l'inf. ESCHL il me naît un grand désir de;
3 excitation de l'âme ; en b. part allégresse : ἔφριξ' ἔρωτι SOPH j'ai tressailli, càd je tressaille d'allégresse;
II. objet d'amour.
Étymologie: ἐράω.

Russian (Dvoretsky)

ἔρως: ωτος ὁ тж. pl.
1 любовь, преимущ. страсть (ὁ ἔ. πάθος ἀλόγιστον Arst.): ἔ. τινός Soph., Eur., Xen. и πρός τινα Arst. любовь к кому-л.; ἔ. ἀνίκατος μάχαν Soph. любовь, непобедимая в борьбе; ἔρωτ᾽ ἐρᾶν Eur. страстно любить, пылать любовью;
2 страстное желание, горячее стремление (τινός Aesch., περί τι Plat. и πρός τι Luc.): ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι Her. (Павсаний), жаждущий стать властелином Эллады; ἔ. ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ἐκπλεῦσαι Thuc. всеми овладело страстное желание отплыть, т. е. участвовать в морском походе; ἔ. αὐτὸν ἔσχε τῶν σκιερῶν σχηνημάτων Xen. его потянуло к тенистым шатрам; ἔρωτες πόλεως Arph. влечение к городу;
3 предмет любви, любовь (ἀπρόσικτος Pind.);
4 наслаждение, радость: ἔφριξα ἔρωτι Soph. я затрепетал от радости.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρως: -ωτος, ὁ: περὶ τῆς δοτ. ἔρῳ ἀντὶ ἔρωτι ἴδε ἐν λ. ἔρος˙ παρὰ ποιητ. ἔχομεν αἰτ. ἔρων ἀντὶ ἔρωτα, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 459 (9. 39): (ἔραμαι, ἐράω). Νεώτερος τύπος τοῦ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἔρος, ἔνθερμος ἀγάπη, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ σαρκικοῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν πάθους (περὶ τῶν Ὁμηρικῶν χωρίων ἴδε ἐν λ. ἔροςἔρως θηλυκρατὴς Αἰσχύλ. Χο. 600˙ ἔρως ἀνίκατε μάχαν κτλ. Σοφ. Ἀντ. 781 κἑξ.˙ ἔρωτ’ ἐρᾶν Εὐρ. Ἱππ. 32˙ ὁ τῆσδ’ ἔρως, ὁ πρὸς αὐτὴν ἔρως, Σοφ. Τρ. 433, Εὐρ. Ἴων. 67˙ πρός τινα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, ἐν ἀρχῇ: - καθόλου, ἔρως, ἐπιθυμία πράγματός τινος, ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς Αἰσχύλ. Ἀγ. 540, Εὐμ. 865, κτλ.˙ περί τι Πλάτ. Νόμ. 782 Ε˙ πρός τι Λουκ. Νιγρ. ἐν ἀρχῇ: ἔχω ἔρωτά τινος Ἡρόδ. 5. 32˙ ἔρως ἔχει με Αἰσχύλ. Ἱκ. 521, Σοφ. Ἀποσπ. 690˙ ἔρως ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 368˙ ἔρως ἐμπίπτει μοι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 341, Θουκ. 6. 24˙ εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι Ἀντιφάνης ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 3˙ ἐλθεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2: - ἐν τῷ πληθ. ἔρωτες, Λατ. amores, Πινδ. Ν. 3. 51, κτλ.˙ οὐχ ὅσιοι ἔρ. Εὐρ. Ἱππ. 764˙ ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ἀριστοφ. Ὄρν. 1316, κτλ. 2) τὸ πρᾶγμα ὃ ἐρᾷ τις, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι, «τῶν οὖν ἀμηχάνων ἐρώτων, φησίν, ἐπιθυμίαι ὀξυτέρας ἔχουσι τὰς μανίας» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. ἐν τέλ.˙ οὐδ’ ἐπ’ ἀδείας χρωμένους τῷ ἔρωτι κυρίους γε ὄντας, ἐπὶ φιλαργύρων, Λουκ. Τίμ. 14. 3) ἐν Σοφ. Αἴ. 693, ἐπὶ ὑπερβολικῆς χαρᾶς, πρβλ. φρίσσω ΙΙ. 4. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ὁ θεὸς Ἔρως, Amor, Ἀνακρ. 64, Σοφ. Ἀντ. 781, Εὐρ. Ἱππ. 525 κἑξ., κτλ.˙ ὁ ἀρχαιότατος τῶν θεῶν καθ’ Ἡσ. (ἴδε ἔρος), πρβλ. Παρμεν. 132: - ἐν τῷ πληθ., Σιμωνίδ. 116, κτλ.˙ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου mater Cupidinum.

English (Autenrieth)

dat. ἔρῳ, acc. ἔρον: love; θεᾶς, γυναικός, ‘for’ a goddess, a woman, Il. 14.315; fig., of things, γόου, Il. 24.227; often πόσιος καὶ ἐδητύος, ‘appetite,’ see ἵημι.

English (Slater)

ἔρως (ἔρως, -ωτος, -ωτι; -ωτες, -ώτων.)
   a passion, love (v. von der Mühll, M. H., 1964, 169.) ἀγαπατὰ δὲ τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων (N. 8.5) ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς) (I. 8.29) ]τ' ἔρωτος ἀνταμοιβὰν ἐδάσσατο[ Δ. . . ματέῤ ἐρώτων οὐρανίαν Ἀφροδίταν fr. 122. 4. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. χάριτάς τ' Αφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.
   b desire, longing καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (A. W. Mair: ἔρως ἔκνιξε codd.: ἔρως ὑπέκνιξε Boeckh) (P. 10.60) οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες (N. 3.30) ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι (N. 11.48)

Greek Monolingual

και έρως, ο (AM ἔρως
Α επικ. και λυρικός τ. ἔρος)
1. έντονη συναισθηματική έλξη στην οποία συνυπάρχει και πόθος για σαρκική επαφή (α. «κλεφτά τήν πάτασσε του έρωτ’ η οδύνη», Ερωτόκρ.
β. «ἔρως εἰς αὐτὸν τῆς γυναικὸς ἐσέβην», Καλλίμ.
γ. «...ὡς ταύτης πόθῳ πόλις δαμείη πᾶσα, κοὐχ ἡ Λυδία πέρσειεν αὐτήν, ἀλλ’ ὁ τῆσδ’ ἔρως φανεείς» — γιατί η πόλη θα υποταχθεί απ΄ τον πόθο γι’ αυτήν και δεν θα τήν κυριέψει η Λυδία, αλλά ο Έρωτας του Ηρακλή γι’ αυτήν, για την Ιόλη, Σοφ.)
2. ο θεός Έρως
3. θερμή αγάπη, αφοσίωση σε κάποιον (α. «ἔρωταν εἶχεν περισσὸν ὡς διὰ τήν ποθητήν του καὶ διὰ τὴν μητέραν του καὶ διά τοὺς ἀδελφούς του», Διγεν. Ακρ.
β. «ἔρως λέγεται, ᾧ οὐδεὶς ἐπαισχύνεται, ὅταν μὴ κατὰ σαρκὸς γένηται αὑτοῦ ἡ τοξεία» — λέγεται έρωτας, για τον οποίο δεν ντρέπεται κανείς, εφόσον η έλξη δεν είναι σαρκική, Γρηγ. Νύσσ.)
4. αφοσίωση, προσήλωση σε ιδανικό, σε καθήκον κ.λπ. (α. «αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», Σολωμ.
β. «ὑποδεικνύων τὸν μισθὸν τῆς γνώσεως εἰς ἔρωτα αὐτῆς τοὺς συνετοὺς ἐκκαλεῖται» — υποδεικνύοντας την αμοιβή της γνώσης κάνει έκκληση στους συνετούς να τήν ερωτευθούν, Κλήμ. Αλ.)
5. ισχυρή επιθυμία για κάτι, πόθος να αποκτήσει ή να κρατήσει στην κατοχή του κάποιος κάτι («α. έχει έρωτα για το χρήμα» ή «με το χρήμα» β. «ἔρως χρημάτων»)
6. το αντικείμενο του έρωτα, ό,τι αγαπάει υπερβολικά κάποιος (α. «το θέατρο είναι ο έρωτάς του» β. «ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι» — είναι οξύτερες οι μανίες που προκαλούν οι απελπισμένοι έρωτες, ο πόθος για κάτι ακατόρθωτο, Πίνδ.)
μσν.- νεοελλ.
1. η ερωτική πράξη, η σαρκική επαφή (α. «έκανε έρωτα μαζί της» β. «ἐρώτων δὲ μυστήρια ἐρυθριῶ τοῦ λέγειν», Διγεν. Ακρ.)
2. ερωτική σχέση, ερωτικές περιπέτειες (α. «με τους έρωτές της κατάστρεψε το σπίτι της» β. «ἔρωτας ἀνιστορᾱται καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῆς κόρης», Διγεν. Ακρ.
νεοελλ.
φρ. «πλατωνικὸς ἔρως» ή «έρωτας για κάποιον ή κάποια» — ερωτική προσήλωση, συναισθηματική αφοσίωση χωρίς σαρκικές σχέσεις
αρχ.-μσν.
1. η αγάπη του θεού προς τον άνθρωπο («αὐτὸν ἔπεμψεν τὸν Υἱόν
ἀνῃρέθη καὶ οὗτος ἐλθών, καὶ οὐδὲ οὕτως ἔσβεσε τὸν ἔρωτα ἀλλ’ ἀνῆψε μειζόνως» — έστειλε στη γη τον ίδιο τον γιο Του
τον σκότωσαν κι Αυτόν οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και τότε δεν έσβησε την αγάπη για τους ανθρώπους αλλά τή φούντωσε ακόμη περισότερο, Ιωάνν. Χρυσ.)
2. η αγάπη του ανθρώπου, η αφοσίωση στον θεό και στους αγίους («τρωθεῖσα τῷ ἀσωμάτῳ καὶ διαπύρῳ βέλει τοῦ ἔρωτος» — πληγωμένη η ψυχή από το άυλο και διάπυρο βέλος του έρωτα
Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
1. υπερβολικά έντονη χαρά («ἔφριξ’ ἔρωτι, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτάμην»)
2. πληθ. οἱ ἔρωτες
η ερωτική πράξη, οι σεξουαλικές σχέσεις («οὐχ ὅσί ἔρωτες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η ήδη ομηρική λ. έρως ανήκει στα σιγμόληκτα ουσιαστικά, αναγόμενη σε αρχικό θέμα ερασ-, το οποίο εμφανίζεται σε παράγωγα (πρβλ. ερασ-τός, εράσ-μιος και αιολ. εραννός < ερασ-νός). Παρά την ιδιαίτερη σημασιολογική απόχρωση που έχει κάθε λ. της λεξιλογικής ομάδας με τη σημασία «αγάπη», η ιδιαιτερότητα στη σημασία κάθε λέξεως καταδεικνύεται από το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο απαντά κάθε φορά. Η λεξιλογική οικογένεια του «ἐρως» αναφέρεται, τόσο στην Αρχαία όσο και στη Νέα, μόνο στην ερωτική αγάπη, εν αντιθέσει προς τα φιλία / φιλώ / φίλος, τα οποία δηλώνουν περισσότερο τη σημασία «οικείος», αλλά και προς τα στέργω / στοργή, που αναφέρονται σε σχέσεις γονέων προς παιδιά ή ανωτέρων προς κατωτέρους].

Greek Monotonic

ἔρως: -ωτος, ὁ, για δοτ. ἔρω αντί ἔρωτι, βλ. ἔρος (ἔραμαι
I. ένθερμη αγάπη, σε Τραγ.· μεγάλη επιθυμία πράγματος, τινός, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στον πληθ., αγάπες, έρωτες, ερωτικές πράξεις, σε Ευρ., Σοφ.· λέγεται για υπερβολική χαρά, πρβλ. φρίσσω II. 3.
II. ως κύριο όνομα, ο θεός του έρωτα, ο θεός Έρωτας, Amor, στον ίδ., σε Ευρ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἔραμαι.

Middle Liddell

ἔραμαι
I. love, Trag.:— love of a thing, desire for it, τινός Hdt., Aesch., etc.:—in pl. loves, amours, Eur.; in Soph., of passionate joy, cf. φρίσσω II. 3.
II. as prop. n. the god of love, Eros, Amor, Soph., Eur.

Frisk Etymology German

ἔρως: {érōs}
See also: s. ἔραμαι.
Page 1,573

English (Woodhouse)

affection, desire, fondness, love, craving for, lust of, the glow of passion

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἐράω, ἔραμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ποιητικός τύπος εἶναι ὁ ἔρος.

Lexicon Thucydideum

cupido, desire, longing, 3.45.5, 6.24.3.

Translations

love

Adyghe: шӏулъэгъуныгъ; Afrikaans: liefde; Albanian: dashuri; Amharic: ፍቅር, መውደድ; Arabic: حُبّ, مَحَبَّة, عِشْق; Hijazi Arabic: حب; Aragonese: aimor; Aramaic Classical Syriac: ܚܘܒܐ; Armenian: սեր; Aromanian: vreari, vreare, agapi, sivdã; Assamese: মৰম, চেনেহ; Asturian: amor; Aymara: amawaña; Azerbaijani: sevgi, eşq, məhəbbət; Balinese: tresna; Bashkir: мөхәббәт, һөйөү; Bavarian: Liab; Belarusian: любоў, каханне; Bengali: মহব্বত, ভালোবাসা; Bikol Central: pagkamoot; Breton: karantez; Bulgarian: любов, обич; Burmese: အချစ်, မေတ္တာ; Buryat: дуран; Catalan: amor; Cebuano: gugma; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵢⵔⵉ; Cherokee: ᏥᎨᏳᎢ; Chinese Cantonese: 愛, 爱, 愛情, 爱情; Dungan: нэ; Gan: 愛, 爱; Hakka: 愛, 愛; Jin: 愛, 爱; Mandarin: 愛, 爱, 愛情, 爱情; Min Bei: 愛, 爱; Min Dong: 愛, 愛; Min Nan: 愛情, 爱情, 情愛, 情爱, 愛, 爱; Wu: 愛, 爱; Xiang: 愛, 爱; Chuvash: юрату; Cornish: kerensa; Corsican: amore, amori; Crimean Tatar: süygü; Czech: láska; Dalmatian: amaur; Danish: kærlighed; Dargwa: дигай; Dhivehi: ލޯބި; Dolgan: бага; Dutch: liefde; Egyptian Arabic: حب; Elfdalian: tjärliek; Erzya: вечкема; Esperanto: amo, korinklino, kareco, amsento; Estonian: armastus; Ewe: lɔlɔ̃; Farefare: nõŋlʋm class 14; Faroese: kærleiki, ást; Finnish: rakkaus; French: amour; Friulian: amôr; Gagauz: sevgi; Galician: amor; Gallurese: amóri; Georgian: სიყვარული; German: Liebe, Zuneigung, Minne; Alemannic German: Liäbi, Liebi; Silesian: Liebe; Gothic: 𐍆𐍂𐌹𐌾𐌰𐌸𐍅𐌰; Greek: αγάπη, έρωτας; Ancient Greek: ἀγάπη, φιλία, ἔρως, στοργή; Greenlandic: asanninneq; Guaraní: mborayhu; Gujarati: પ્રેમ; Haitian Creole: renmen; Hausa: ƙauna; Hawaiian: aloha; Hebrew: אַהֲבָה; Hiligaynon: higugma; Hindi: प्यार, प्रेम, इश्क़, मुहब्बत, सम्मोह, स्नेह, अनुराग, प्रीति, इष्ट; Hungarian: szeretet, szerelem; Hunsrik: Lieb; Icelandic: ást, kærleikur, elska; Ido: amo; Ilocano: ayat; Indonesian: cinta, suka; Sundanese: asih, deudeuh, nya'ah; Ingrian: suvvaahusse; Interlingua: amor; Irish: grá, armacas; Italian: amore; Japanese: 愛, 愛情, 愛好; Javanese: tresna, katresnan, cinta; Jeju: ᄉᆞ랑; Kamba: wendo; Kannada: ಪ್ರೀತಿ; Kapampangan: lugud, irug, sinta, mal, buri, ibug; Karachay-Balkar: сюймеклик; Kazakh: ғашықтық, махаббат, сүйіс; Khmer: សេចក្ដីស្រឡាញ់; Kikuyu: wendo; Korean: 사랑, 애정(愛情); Kurdish Northern Kurdish: hijkirin, evînî, dildarî, evîn; Kyrgyz: сүйүү, махабат, сүйүш; Lao: ຄວາມຮັກ; Latgalian: mīleiba, mīla; Latin: amor, caritas; Latvian: mīlestība, mīla; Laz: ოროფა; Ligurian: amù; Limburgish: leefde; Lingala: bolingo class 14; Lithuanian: meilė; Livonian: ārmastõz; Lombard: amór; Luganda: omukwaano; Luhya: vuyanzi; Luxembourgish: Léift; Macedonian: љубов; Maguindanao: kasih; Malay: cinta, sayang; Malayalam: സ്നേഹം, ഇഷ്ടം; Maltese: imħabba; Manx: graih; Maori: aroha; Maranao: kasi; Marathi: प्रेम, प्रीति; Mbyá Guaraní: mborayvu; Meru: wendo; Meänkieli: rakhaus; Middle Dutch: minne; Middle English: love; Mingrelian: ჸოროფა; Mirandese: amor; Mizo: hmangaihna; Mongolian Cyrillic: хайр, дур хүсэл; Moroccan Amazigh: ⵜⴰⵢⵔⵉ; Mozarabic: אמורי; Naga Pidgin: morom; Nahuatl: tlazohtlaliztli, tlasojtlalistli; Nanticoke: quámmősch; Navajo: ayóóʼóʼóʼní; Nepali: माया; Norman: amour; Northern Sami: ráhkisvuohta; Norwegian Bokmål: kjærlighet, elsk, kjærleik; Nynorsk: kjærleik, elsk, åst; Occitan: amor; Ojibwe: zaagi'idiwin inan; Okinawan: なさき; Old Church Slavonic Cyrillic: любꙑ; Old English: lufu; Old Javanese: tṛṣṇa; Old Occitan: amor; Old Prussian: mīli; Oriya: ପ୍ରେମ; Ossetian: уарзондзинад; Pashto: مينه; Persian: عشق, محبت, مهر; Phoenician: 𐤇𐤌𐤃𐤕‎; Plautdietsch: Leew; Polish: miłość; Portuguese: amor; Punjabi: ਪਿਆਰ; Quechua: khuya; Romanian: iubire, dragoste, amor; Romansch: charezza; Russian: любовь; Rwanda-Rundi: urukundo; Samoan: alofa; Sanskrit: अनुराग, प्रेमन्; Sardinian Campidanese: amóri; Logudorese: ameddu; Sassarese: amóri; Scottish Gaelic: gaol, gràdh, spèis, rùn; Serbo-Croatian Cyrillic: љубав; Roman: ljúbav; Shor: кӧлениш; Sicilian: amuri; Sindhi: محبت, عشق, پیار, لَنو; Sinhalese: ආදරය; Slovak: láska; Slovene: ljubezen; Somali: jacayl; Sorbian Lower Sorbian: lubosć; Southern Altai: сӱӱ-, сӱӱш, сӱӱм; Spanish: amor; Sumerian: 𒀀𒊏𒄠𒈬; Swahili: upendo; Swedish: kärlek; Sylheti: ꠝꠣꠄꠣ; Tagalog: pag-ibig, pagmamahal; Tajik: муҳаббат, ишқ; Tamil: அன்பு, பாசம்; Tatar: ярату; Telugu: ప్రేమ; Tetum: domin; Thai: ความรัก; Tibetan: བརྩེ་དུང; Tigrinya: ፍቕሪ; Tocharian A: tunk; Tocharian B: tankw, larauñe; Turkish: sevgi, sevi, aşk, emre; Turkmen: yşk, söýgi; Tuvan: ынакшыл; Ukrainian: любов, кохання; Urdu: محبت, عشق, پیار; Uyghur: مۇھەببەت, ئاشىق, ئاشىقلىق; Uzbek: sevgi, muhabbat; Vietnamese: tình yêu, ái tình; Volapük: löf, lelöf; Walloon: amour, amor; Welsh: cariad; West Frisian: leafde; White Hmong: txoj kev hlub; Wolof: mbëggeel; Xhosa: uthando; Yakut: таптал; Yiddish: אַהבֿה, ליבע, ליבשאַפֿט; Yola: loove; Yoruba: ìfẹ́; Zazaki: esq, pêyar, sineg; Zhuang: aiqcingz, aiq; Zulu: uthando

object of love

Albanian: dashur; Arabic: حَبِيب‎, حَبِيبَة‎, حَبِيبِي‎; Aramaic Classical Syriac: ܚܒܝܒܐ, ܚܒܝܒܬܐ; Armenian: սեր; Azerbaijani: sevgili; Basque: laztana; Bikol Central: namumutan; Breton: karantez, karantezig; Bulgarian: любов; Catalan: amor; Cebuano: hinigugma; Chinese Cantonese: 情人, 戀人, 恋人, 寶貝, 宝贝; Mandarin: 情人, 戀人, 恋人, 親愛的, 亲爱的, 寶貝, 宝贝, 甜心; Min Nan: 愛人仔, 情人, 寶貝, 宝贝; Czech: lásko; Danish: skat, søde, elskede, kæreste; Dutch: schat; Esperanto: amato; Estonian: armastus; Ewe: lɔlɔ̃; Finnish: rakas, kulta, rakastettu, rakkaus; French: amour; German: Liebling, Lieber, Liebe, Liebes, Liebster, Liebste, Geliebter, Geliebte, Schatz; Greek: αγάπη; Hebrew: אהוב, אהובה; Hindi: हबीब, प्रिय, प्रेमपात्र, माशूक, माशूका, प्रियतम, जान, कामुक, कामुकी, दिलबर, अज़ीज़, अजीज; Ido: karo; Irish: rún, grá, ansacht; Italian: amore; Japanese: 恋人; Kapampangan: ibug, irug, sinta; Korean: 연인(戀人), 자기; Kyrgyz: жан; Latin: amator, amatrix; Latvian: mīļais, mīļā, mīļums, mīla; Luxembourgish: Häerzi; Macedonian: љубен, љубена; Malayalam: കാമുകി), കാമുകന്‍); Middle English: love; Mizo: hmangaih, duhlai; Norman: amour; Norwegian Bokmål: elskling, kjæreste, min elskede, kjære; Persian: عزیز, دلبر, جان; Polish: kochanie, miłość; Portuguese: amor; Romanian: iubit, iubită; Russian: любимый, любимая; Scottish Gaelic: leannan, gaol, gràdh, rùn; Serbo-Croatian Cyrillic: душо, љубави, дра̑г; Latin: dušo, ljubavi, drȃg; Slovak: láska; Slovene: ljubi, ljuba; Spanish: amor, cariño; Swahili: kipenzi; Swedish: älskling, käresta, älskade; Tagalog (second person): irog, mahal, sinta; (third person): iniibig, iniirog, irog, kasintahan, syota; Telugu: ప్రియురాలు; Thai: ที่รัก, ยาหยี, สุดที่รัก, คนรัก, หวานใจ; Turkish: sevgili, sevdicek, sevgilim, aşkım, tatlım, canım; Urdu: جان; Vietnamese: cưng, người yêu; Welsh: cariad; West Frisian: skat, leave, leafke; Zazaki: waşti, waşte; Zulu: isingane