[ᾰ], ὁ,
A one who buries sacred hawks, PStrassb.91.5 (i B.C.), etc.
ἱερακοτάφος, ό (Α)αυτός που έθαβε ιερά γεράκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -ταφος < τάφος (πρβλ. ιβιο-τάφος, κριο-τάφος)].