θρανύσσω

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

   A break in pieces, Lyc.664. (Cf. συνθρανόω, prob. cogn. with θραύω.)

German (Pape)

[Seite 1216] (vgl. θραύω), zerbrechen, zerschmettern, Lycophr. 664.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾱνύσσω: θραύω εἰς τεμάχια, συντρίβω, Λυκόφρ. 664. (Ὡς τὸ θρανόω, ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει, ὡς συνθρανόω, ἐκ ῥίζης θραύω· οὐδόλως σχετιζόμενον πρὸς τὸ θρανεύω, θρᾶνος).

Greek Monolingual

θρανύσσω (Α) θράνος
συντρίβω, κομματιάζω.