ἰουλώδης

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ῐ], ες,

   A scolopendra-like, Arist.PA682a5.

German (Pape)

[Seite 1257] ες, dem Vielfuß ähnlich, von einer Insektenart, Arist. part. an. 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἰουλώδης: -ες, (εἶδος) = σκολοπενδρώδης, ὅμοιος πρὸς σκολόπενδραν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 56.

Greek Monolingual

ἰουλώδης, -ῶδες ίουλος
αυτός που μοιάζει με σαρανταποδαρούσα, με σκολόπενδρα.