ἰδιοσύστατος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

German (Pape)

[Seite 1237] für sich bestehend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοσύστᾰτος: -ον, ἐξ ἑαυτοῦ συνεστὼς καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Δίδ. Ἀλ. 977Α, 925Β. - Ἐπίρρ. -τως, μετ’ ἰδίας οὐσίας ἢ ὑποστάσεως, ὁ αὐτ. 984Β, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιοσύστατος, -ον)
1. αυτός που υπάρχει αφ' εαυτού, αυτός που δημιουργήθηκε μόνος του, που έχει δική του ιδιαίτερη σύσταση
νεοελλ.
αυτός που συστήνεται μόνος του.
επίρρ...
ἰδιοσυστάτως (ΑΜ)
με δική του υπόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -συστατος (< συνίστημι), πρβλ. μονο-σύστατος, νεο-σύστατος].