ιεροφάντωρ
Greek Monolingual
ἱεροφάντωρ, ὁ (Α)
(ο Ησύχ. για τον Ιουλιανό) ἱεροφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φάντωρ (< φάντωρ < φαίνω), πρβλ. θεο-φάντωρ, ουρανο-φάντωρ].
ἱεροφάντωρ, ὁ (Α)
(ο Ησύχ. για τον Ιουλιανό) ἱεροφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φάντωρ (< φάντωρ < φαίνω), πρβλ. θεο-φάντωρ, ουρανο-φάντωρ].