ἱεράκειος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

α, ον,

   A of a hawk, πρόσωπον Porph. ap. Eus.PE3.12.

German (Pape)

[Seite 1240] habichtähnlich, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεράκειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἱέρακα ἢ ὅμοιος αὐτῷ, πρόσωπον Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 116D.

Spanish

de halcón

Greek Monolingual

ἱεράκειος, -εία, -ον (Α) ιέραξ
αυτός που αναφέρεται σε γεράκι ή μοιάζει με γεράκι («ἱεράκειον πρόσωπον»).