διασπαστικός

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Spanish (DGE)

-ή, -όν
discordanteglos. a διχόφρων Sch.A.Th.899e.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ' αυτήν.