διασπαστικός
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
-ή, -όν
discordante glos. a διχόφρων Sch.A.Th.899e.
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ' αυτήν.