διασπαστικός

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Spanish (DGE)

-ή, -όν
discordante glos. a διχόφρων Sch.A.Th.899e.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ' αυτήν.