ον,
A equally ancient, Choerob.in Theod.2.55.
ἰσάρχαιος, -ον (Μ)αυτός που είναι της ίδιας αρχαιότητας με κάποιον άλλον, εξίσου αρχαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἀρχαίος].