Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και εξ ίσου (AM ἐξ ἴσουΜ και εξίσου)1. σε ίση ποσότητα2. κατά ίσο βαθμό («και οι δύο είστε εξίσου καλοί»).[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ίσου].