τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
και εξ ίσου (AM ἐξ ἴσουΜ και εξίσου)1. σε ίση ποσότητα2. κατά ίσο βαθμό («και οι δύο είστε εξίσου καλοί»).[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ίσου].