εξίσου

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

και εξ ίσου (AM ἐξ ἴσου
Μ και εξίσου)
1. σε ίση ποσότητα
2. κατά ίσο βαθμό («και οι δύο είστε εξίσου καλοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ίσου].