ἰχθύα και ιων. τ. ἰχθύη, ἡ (Α) ιχθύς1. το αποξηραμένο δέρμα του ψαριού ρίνη, που χρησιμοποιούσαν για τη λείανση μαρμάρων, ξύλων κ.ά. αντικειμένων2. το δέρμα κάθε ψαριού3. επιγρ. δοχείο στο οποίο έβαζαν παστά ψάρια4. πάπ. ιχθυοτροφείο.