καθιλαρύνω

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

German (Pape)

[Seite 1286] verstärktes simplex, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καθῐλᾰρύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἱλαρύνω, Σουΐδ.· καθιλαρεύομαι, = ἱλαρύνομαι, Βασίλ. III. 257Β.

Greek Monolingual

καθιλαρύνω (Α)
(επιτατ. του ιλαρύνω) ευχαριστώ, ευφραίνω, φαιδρύνω κάποιον, χαροποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱλαρύνω (< ἱλαρός)].