ἱλαρός
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
[ῐ], ἱλαρά, ἱλαρόν, (ἵλαος)
A cheerful, merry, φέγγος Ar.Ra.456(lyr.); ἱλαροὶ ἀντὶ σκυθρωπῶν X.Mem.2.7.12; ἱλαρὸς ἴσθι Thphr. Char.17.9, ἱλαρὸν βλέψαι AP12.159 (Mel.), cf. Phld.Mus.p.85 K., Philostr.Im.1.16; ἱλαρὸς δότης 2 Ep.Cor.9.7, cf. LXX Pr.22.8: in later Greek = ἵλεως, gracious, PMag.Leid.W.14.12, etc.: τὸ ἱλαρόν = ἱλαρότης, cheerfulness Plu.Sull.34, Heraclid.Pont. ap. Ath.14.624d; ἱλαρωτέρα ἀγγελία more cheerful news, Jahresh.23 Beibl.283 (Ephesus). Adv. ἱλαρῶς X.Ap.33, LXX Jb.22.26, Phld.Mus.l.c., Plu.Ages.2.
II of blood, quick-pulsing, Philostr. Gym.48 (Comp.).
III of imitation gold, bright, PLeid.X.17 (iii/ iv A.D.). Adv. ἱλαρῶς (leg. ἱλαρῷ) ib.87.
German (Pape)
[Seite 1250] (vgl. ἵλαος), heiter, fröhlich; φέγγος, frohe Tageshelle, Ar. Ran. 455; Antiphan. Ath. VI, 238 b; ἀντὶ σκυθρωπῶν ἱλαραὶ ἦσαν Xen. Mem. 2, 7, 12; διάλεκτος D. Hal. de vi Dem. 8; ᾄσματα Ath. XV, 697 d; oft in der Anth., ἱλαροῖς ἐλέγοισι δωρεῖσθαί τινα Apollds. 8 (X, 19); ἱλαρὸν βλέπειν Mel. 44 (XII, 159). – Adv., ἱλαρῶς καὶ ῥᾳδίως φέρειν Plut. Ages. 2; ψυχὴν τέρψας Ep. ad. 699 (App. 184).
French (Bailly abrégé)
ἱλαρά, ἱλαρόν :
gai, joyeux, enjoué ; τὰ ἱλαρά = gaîté, enjouement.
Étymologie: cf. ἵλαος.
English (Strong)
from the same as ἵλεως; propitious or merry ("hilarious"), i.e. prompt or willing: cheerful.
English (Thayer)
ἱλαρα, ἱλαρόν (ἴλαος propitious), cheerful, joyous, prompt to do anything: Aristophanes, Xenophon, others.
Greek Monolingual
-ή, και -ά, -ό (ΑΜ ἱλαρός, -ά, -όν)
1. χαρούμενος, εύθυμος
2. το ουδ. ως ουσ.
το ιλαρό(ν)
η ιλαρότητα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά
εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό
μσν.
καλοπροαίρετος
αρχ.
(για αίμα) αυτός που σφύζει
2. (για μέταλλο) λαμπρός.
επίρρ...
ιλαρώς (ΑΜ ἱλαρῶς)
εύθυμα, φαιδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα- του ἱλάσκομαι + επίθημα (-α)ρός (πρβλ. μιαρός, χαλαρός). Από το επίθ. ἱλαρός δημιουργήθηκε κύριο όν. Ἱλαρίων. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή hilarus. To θηλ. ιλαρά του επιθ. χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική κατ' ευφημισμό με σημ. «εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα».
ΠΑΡ. ιλαρότητα (-ότης), ιλαρύνω
αρχ.
ιλαρεύομαι, ιλάριος, ιλαρώ
(αρχ. -μσν.) ιλάριος
μσν.
ιλαρώνω.
ΣΥΝΘ. ιλαροτραγωδία
αρχ.
ιλαροποιός, ιλαροφυΐα, ιλαρωδός, ιλαρώπις
μσν.-νεοελλ. ιλαροπρόσωπος].
Greek Monotonic
ἱλᾰρός: [ῐ], -ά, -όν (ἵλαος), εύθυμος, χαρούμενος, ευτυχισμένος, φαιδρός, Λατ. hilaris, σε Αριστοφ., Ξεν.· τὸ ἱλαρόν = ἱλαρότης, σε Πλούτ.· επίρρ. -ρῶς, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλᾰρὸς: ῐ, -ά, -όν, (ἵλαος) φαιδρός, πλήρης χαρᾶς, εὔθυμος, «περιχαρὴς τῇ ὄψει» (Ἡσύχ.), Λατ. hilaris, φέγγος Ἀριστοφ. Βάτρ. 455· ἀντὶ σκυθρωπῶν ἱλαροὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12· ἱλαρὸν βλέπειν Ἀνθ. Π. 12. 159. φιλόστρ. 788· - τὸ ἱλαρόν, = ἱλαρότης, Πλουτ. Συλλ. 34, Ἀθήν. 624D. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ξεν. Ἀπολ. 33· - «ἱλαρῶς· εὐθύμως, φαιδρῶς» Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
ἱλᾰρός: (ῐ) веселый, радостный (φέγγος Arph.; πράγματα Plut.): ἱλαραὶ ἀντὶ σκυθρωπῶν ἦσαν Xen. (родственницы Аристарха) из печальных стали веселыми; ἱ. δότης NT радостно, т. е. добровольно (охотно) дающий.
Middle Liddell
ἱ˘λᾰρός, ή, όν ἵλαος
cheerful, gay, merry, joyous, Lat. hilaris, Ar., Xen.:— τὸ ἱλαρόν = ἱλαρότης, Plut. adv. -ρῶς, Xen.
Chinese
原文音譯:ƒlarÒj 希拉羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(有)歡樂(的) 相當於: (חֵן) (רָצֹון)
字義溯源:慈祥的,愉快的,樂意的,歡心樂意的;源自(ἵλεως)*=歡愉的)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 歡心樂意的(1) 林後9:7
Mantoulidis Etymological
(=φαιδρός, εὔθυμος). Ἀπό τό ἵλαος καί ἀττ. ἵλεως (=εὐμενής). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἱλάσκομαι.
Translations
cheerful
Arabic: مَسْرُور, فَرِح; Egyptian Arabic: مبصوط, سعيد; Armenian: ցնծալից; Azerbaijani: şən; Bulgarian: бодър, весел; Chinese Mandarin: 快樂, 快乐, 愉快; Crimean Tatar: şeñ; Czech: radostný, šťastný; Danish: fornøjet, munter; Dutch: blijmoedig, tevreden; Esperanto: gaja; Finnish: hilpeä, iloinen; French: joyeux, content, de bonne humeur; Galician: animado, alegre; Georgian: ხალისიანი, მხიარული; German: fröhlich, vergnügt; Ancient Greek: εὔθυμος, ἱλαρός; Irish: grianmhar, misniúil, spéiriúil, muirneach; Italian: allegro, felice, gioioso; Japanese: 楽しげな, 陽気な, 嬉しい; Korean: 기쁘다; Latin: laetus, gaudens, hilaris; Latvian: jautrs; Macedonian: весел; Maori: hurō, hihiko, manahau, harikoa, takaahuareka; Norman: rêjoui; Ottoman Turkish: سرخوش; Plautdietsch: froo, freelich, schaftich; Portuguese: alegre; Russian: весёлый; Sanskrit: रंसु; Sardinian Campidanese: cuntèntu, allirgu; Logudorese: uffànu, cuntèntu, allègru; Sassarese: cuntèntu, allègru; Spanish: animado; Swahili: -kunjufu; Swedish: uppsluppen, levnadsglad, munter; Tagalog: masayahin; Thai: ร่าเริง; Ukrainian: веселий; Vietnamese: vui vẻ