καλαμευτής

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

οῦ, ὁ (as if from *καλαμεύω),

   A reaper, mower, Theoc.5.111.    II = καλαμεύς, AP6.167 (Agath.), 10.8 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, 1) der Schnitter, Mäher, Theocr. 5, 111, Schol. θεριστής. – 2) der Angler, Archi. 17 (X, 8) Agath. 28 (VI, 167) u. öfter.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
moissonneur.
Étymologie: καλάμη.
2οῦ (ὁ) :
pêcheur à la ligne.
Étymologie: κάλαμος.

Greek Monolingual

καλαμευτής, ὁ (Α)
1. θεριστής
2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος].