θεριστής
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
θεριστοῦ, ὁ, = θεριστήρ, X.Hier.6.10, D.18.51, Arist.HA580b20, PCair.Zen. 292.486 (iii B.C.): θερισταί, οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. Med.
German (Pape)
[Seite 1201] ὁ, = θεριστήρ; Dem. 18, 51; Arist. H. A. 6, 37 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
moissonneur, faucheur.
Étymologie: θερίζω.
Russian (Dvoretsky)
θεριστής: οῦ ὁ жнец, косец Xen., Dem., Arst., NT.
Greek (Liddell-Scott)
θεριστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ θερίζων, Ξεν. Ἱερ. 6. 10. Δημ 242. 23, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 2: ― θερισταί, οἱ, σατυρικόν τι ἔργον τοῦ Εὐριπ.
English (Strong)
from θερίζω; a harvester: reaper.
English (Thayer)
θεριστου, ὁ (θερίζω), a reaper: Bel and the Dragon, 33; Xenophon, Demosthenes, Aristotle, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) θερίζω
αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό
νεοελλ.
1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής»)
2. λαϊκή ονομασία του μήνα Ιουνίου, επειδή κατ' αυτόν γίνεται ο θερισμός
αρχ.
στον πληθ. Θερισταί
τίτλος σατυρικού έργου του Ευριπίδη.
Greek Monotonic
θεριστής: -οῦ, ὁ (θερίζω), αυτός που θερίζει, ο θεριστής, δρεπανιστής, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
θεριστής, οῦ, θερίζω
a reaper, harvester, Eur., Xen.
Chinese
原文音譯:qerist»j 帖里士帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:溫暖(的人)
字義溯源:收割者,收穫者,收割的人;源自(θερίζω)=收割);而 (θερίζω)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θερίζω)同源字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編:
1) 收割的人(2) 太13:30; 太13:39