εὐσημία

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ἡ,

   A good prognostic, Hp.Epid.6.2.17 (-είη Gal. adloc.).    2 favourable omen, Arist.Ath.44.4.    3 generally, favourable sign, PMasp.9ii28 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσημία: Ἰων. -ίη, ἡ, καλὴ πρόγνωσις, καλὸν σημεῖον, Ἱππ. 1170 (ἴδε Littré 5. σελ. 286)· πρβλ. διοσημία, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 407.

Greek Monolingual

εὐσημία, ἡ (Α) εύσημος
1. καλή πρόγνωση, πρόγνωση για υποχώρηση νόσου
2. καλός οιωνός
3. (γενικά) ευνοϊκό σημείο.