εὐσημία
English (LSJ)
ἡ,
A good prognostic, Hp.Epid.6.2.17 (-είη Gal. adloc.). 2 favourable omen, Arist.Ath.44.4. 3 generally, favourable sign, PMasp.9ii28 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσημία: Ἰων. -ίη, ἡ, καλὴ πρόγνωσις, καλὸν σημεῖον, Ἱππ. 1170 (ἴδε Littré 5. σελ. 286)· πρβλ. διοσημία, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 407.
Greek Monolingual
εὐσημία, ἡ (Α) εύσημος
1. καλή πρόγνωση, πρόγνωση για υποχώρηση νόσου
2. καλός οιωνός
3. (γενικά) ευνοϊκό σημείο.