υποχώρηση

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

η / ὑποχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ ὑποχωρῶ
οπισθοδρόμηση, οπισθοχώρηση (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, αλλά υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑποχώρησιν», Πολ.)
νεοελλ.
1. παραίτηση από αξιώσεις, συγκατάβαση, συμβιβασμός («δεν έχει μάθει στη ζωή του να μην κάνει υποχωρήσεις»)
2. μείωση της έντασης ή της δριμύτητας ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης («υποχώρηση του ψύχους»)
3. ανακοπή της ορμής
4. καθίζηση ή πτώσηυποχώρηση του εδάφους»)
5. στρ. η προς τα πίσω κίνηση μιας μαχόμενης μονάδας, αντίθετη της επίθεσης, κίνηση που γίνεται για στρατηγικούς ή τακτικούς σκοπούς
6. (για διάφορες καταστάσεις και φαινόμενα) ελάττωση της έντασης, περιορισμός του παροξυσμού (α. «υποχώρηση της θύελλας» β. «υποχώρηση της αρρώστιας»)
αρχ.
1. τόπος στον οποίο καταφεύγει ή αποσύρεται κανείς, καταφύγιο
2. (σχετικά με παλίρροια) τράβηγμα τών νερών, άμπωτη
3. διέξοδος
4. έκκριμα
5. φρ. «ὑποχώρησις γαστρός» — εκκένωση της κοιλιάς (Ιπποκρ.).