δίζυγο

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. εξώστης πάνω στο μεγάλο επιστύλιο τών ιστιοφόρων πλοίων
2. γυμναστικό όργανο με δύο κατακόρυφους στύλους και δύο οριζόντιες δοκούς.