εξώστης

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

ο (AM ἐξώστης) εξωθώ
περιφραγμένη προεξοχή ορόφου η οποία συγκοινωνεί με το εσωτερικό οικοδόμημα με πόρτες
νεοελλ.
1. τμήμα του εσωτερικού αίθουσας θεάτρου σε ψηλότερο επίπεδο από την πλατεία
2. βαθμίδα στα πλευρά μόνιμων δεξαμενών με κλίση προς τα έξω
αρχ.
Ι. ως επίθ.
1. αυτός που διώχνει ή καταστρέφει («ἐξώστης Ἄρης ἔθραυε λαίφη τῆσδε γῆς», Ευρ.)
2. (για άνεμο) ορμητικός, αυτός που σπρώχνει τα πλοία στην ξηρά
ΙΙ. ως ουσ. είδος σφυγμού.