ιστιοφορία

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
το σύνολο τών ιστίων ενός πλοίου, μαζί με τα σχοινιά που φέρουν τα ιστία ή που χρησιμοποιούνται για τον χειρισμό τους, κν. βελάγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].