ιστία

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

ἱστία και ἱστίη και Ἱστίη και Ἱστιαία, ἡ (Α)
βλ. εστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός, βοιωτικός και αρκαδικός παράλλ. τ. του ἑστία. Για την ερμηνεία του - βλ. λ. εστία].