ἐρευγόβιος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

German (Pape)

[Seite 1025] ein Schlemmer, Gregor. Naz. ep. (VIII, 172).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευγόβιος: -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, γαστρίμαργος, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.

Greek Monolingual

ἐρευγόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος.