ἐρευγόβιος

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

German (Pape)

[Seite 1025] ein Schlemmer, Gregor. Naz. ep. (VIII, 172).

Russian (Dvoretsky)

ἐρευγόβιος:чревоугодник, обжора Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευγόβιος: -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, γαστρίμαργος, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.

Greek Monolingual

ἐρευγόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος.