ἐρευγόβιος
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
German (Pape)
[Seite 1025] ein Schlemmer, Gregor. Naz. ep. (VIII, 172).
Russian (Dvoretsky)
ἐρευγόβιος: ὁ чревоугодник, обжора Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευγόβιος: -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, γαστρίμαργος, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.
Greek Monolingual
ἐρευγόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος.