ἱππόφαιστον

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

τό, a plant,

   A Centaurea spinosa, Dsc.4.160, Plin.HN 27.92, Ruf. ap. Orib.7.26.37.

Greek Monolingual

ἱππόφαιοτον, τὸ (Α)
το φυτό κενταύριον το ακανθώδες ή, κατ' άλλη άποψη, το φυτό κίρσιον το αστρωτόν.