ἐπιτράπεζος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον, = foreg. I,

   A τὰ ἐ. σκεύη Thphr.Lap.42.

German (Pape)

[Seite 995] dass., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτράπεζος: -ον, = τῷ προηγ., σκεύη Θεοφρ. περὶ Λίθων 42.

Greek Monolingual

ἐπιτράπεζος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που λέγεται στο τραπέζι
αρχ.
επιτραπέζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα.