τραπέζι

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. έπιπλο αποτελούμενο από μια οριζόντια πλάκα στηριζόμενη σε τέσσερα πόδια, το οποίο χρησιμεύει για την παράθεση φαγητού αλλά και για την εκτέλεση εργασίας ή για την τοποθέτηση αντικειμένων, τράπεζα (α. «το τραπέζι της κουζίνας» β. «χειρουργικό τραπέζι»)
2. συνεκδ. τα σκεύη του φαγητού που υπάρχουν πάνω στο παραπάνω έπιπλο («στρώσε το τραπέζι»)
3. γεύμα ή δείπνο («τους έκανα τραπέζι για να τους ευχαριστήσω»)
4. φρ. α) «κάθομαι στο τραπέζι» — συμμετέχω σε γεύμα
β) «τους βρήκα στο τραπέζι» — τους βρήκα να γευματίζουν
γ) «πράσινο τραπέζι»
i) τραπέζι στρωμένο με πράσινη τσόχα που χρησιμοποιείται στα χαρτοπαικτικά παιχνίδια
ii) (κατ' επέκτ.) η χαρτοπαιξία
5. παροιμ. φρ. α) «βρήκε τραπέζι έτοιμο [ή στρωμένο]» — βρήκε αγαθά για τα οποία άλλοι μόχθησαν, χωρίς ο ίδιος να κοπιάσει
β) «ηύρες τραπέζι κάθησε, ηύρες ξυλιές τραβήξου» — δηλώνει ότι πρέπει να εκμεταλλεύεται κανείς κάθε ευνοϊκή ευκαιρία, αλλά να αποφεύγει πάντοτε τις κακοτοπιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τραπέζιον, υποκορ. του τράπεζα.