τραπέζι
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
το, Ν
1. έπιπλο αποτελούμενο από μια οριζόντια πλάκα στηριζόμενη σε τέσσερα πόδια, το οποίο χρησιμεύει για την παράθεση φαγητού αλλά και για την εκτέλεση εργασίας ή για την τοποθέτηση αντικειμένων, τράπεζα (α. «το τραπέζι της κουζίνας» β. «χειρουργικό τραπέζι»)
2. συνεκδ. τα σκεύη του φαγητού που υπάρχουν πάνω στο παραπάνω έπιπλο («στρώσε το τραπέζι»)
3. γεύμα ή δείπνο («τους έκανα τραπέζι για να τους ευχαριστήσω»)
4. φρ. α) «κάθομαι στο τραπέζι» — συμμετέχω σε γεύμα
β) «τους βρήκα στο τραπέζι» — τους βρήκα να γευματίζουν
γ) «πράσινο τραπέζι»
i) τραπέζι στρωμένο με πράσινη τσόχα που χρησιμοποιείται στα χαρτοπαικτικά παιχνίδια
ii) (κατ' επέκτ.) η χαρτοπαιξία
5. παροιμ. φρ. α) «βρήκε τραπέζι έτοιμο [ή στρωμένο]» — βρήκε αγαθά για τα οποία άλλοι μόχθησαν, χωρίς ο ίδιος να κοπιάσει
β) «ηύρες τραπέζι κάθησε, ηύρες ξυλιές τραβήξου» — δηλώνει ότι πρέπει να εκμεταλλεύεται κανείς κάθε ευνοϊκή ευκαιρία, αλλά να αποφεύγει πάντοτε τις κακοτοπιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τραπέζιον, υποκορ. του τράπεζα.