δοριλύμαντος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

[ῡ], ον,

   A destroyed by the spear, A.Fr.131.2 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

δορῐλύμαντος: [ῡ], -ον, διὰ τοῦ δόρατος καταστραφείς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128.

Spanish (DGE)

(δορῐλύμαντος) -ον

• Prosodia: [-ῡ-]
que aflige con la lanza δοριλύμαντοι Δαναῶν μόχθοι penalidades de guerra que afligen a los dánaos A.Fr.131.2.

Greek Monolingual

δοριλύμαντος, -ον (Α)
αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο.