δοριλύμαντος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐλύμαντος Medium diacritics: δοριλύμαντος Low diacritics: δοριλύμαντος Capitals: ΔΟΡΙΛΥΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: dorilýmantos Transliteration B: dorilymantos Transliteration C: dorilymantos Beta Code: dorilu/mantos

English (LSJ)

[ῡ], ον, destroyed by the spear, A.Fr.131.2 (anap.).

Spanish (DGE)

(δορῐλύμαντος) -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
que aflige con la lanza δοριλύμαντοι Δαναῶν μόχθοι penalidades de guerra que afligen a los dánaos A.Fr.131.2.

German (Pape)

Δαναῶν μόχθοι, Aesch. Myrmid. frg. 115.

Russian (Dvoretsky)

δοριλύμαντος: уничтоженный с помощью копья (Δαναῶν μόχθοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δορῐλύμαντος: [ῡ], -ον, διὰ τοῦ δόρατος καταστραφείς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128.

Greek Monolingual

δοριλύμαντος, -ον (Α)
αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο.