δυσμανής

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ές,

   A thick, ὕδατα Thphr.HP7.5.2.

German (Pape)

[Seite 683] ές, nicht dünn, ὕδατα Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμανής: -ές, (μανός;) μὴ ἀραιός, πυκνός, ὕδατα Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 5, 2.

Spanish (DGE)

-ές
turbio τῶν δὲ ὑδάτων ... χείριστα δὲ τὰ ... δυσμανῆ Thphr.HP 7.5.2.

Greek Monolingual

δυσμανής, -ές (Α)
όχι αραιός, πυκνός.