-η, -ο (AM ἄοπλος, -ον)αυτός που δεν έχει όπλααρχ.1. όποιος δεν είναι βαριά οπλισμένος2. «ἅρμα ἄοπλον» — άρμα χωρίς δρέπανα3. (για πλοίο)εκείνο που δεν είναι εξοπλισμένο ή έτοιμο για πόλεμο.