κάνωπον

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

τό,

   A elder-flower, Paul.Aeg.7.3; elder-bark, Alex.Trall.12.

German (Pape)

[Seite 1322] τό, Hollunderblüthe, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

κάνωπον: τό, ἴσως ἄνθος ἀκταίας, «σαμποῦκος», Λατ. sambucus, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.

Greek Monolingual

κάνωπον, τὸ (Α)
το άνθος του φυτού μαύρος σαμπούκος, αλλ. κουφοξυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].