καπνικός
German (Pape)
[Seite 1323] von Rauch, rauchig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καπνικός: -ή, -όν, προφυλακτικὸς καπνοῦ, καὶ ῥῖψις... καπνικοῦ καλύματος τοῦ περὶ τὴν κεφαλὴν Εὐστ. Πονημάτ. 279. 85· τὸ καπνικόν, φόρος τῶν καπνοδόχων, Θεοφάν. 756, 6 (τὴν λειτουργίαν ἣν παρεῖχεν ὑπέρ καπνοῦ, Μαλάλ. 246, 17).
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ καπνικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνό ή αυτός που προέρχεται από καπνό («καπνικό ζήτημα»)
μσν.
(στο Βυζάντιο) το ουδ. ως ουσ. τὸ καπνικόν
ο φόρος του καπνού.