καταδύνω

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

   A v. καταδύω.

German (Pape)

[Seite 1347] = καταδύομαι, s. unter καταδύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδύνω: ἴδε καταδύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. κατέδυνον;
c. καταδύω.
Étymologie: κατά, δύνω.

Greek Monolingual

καταδύνω (Α)
καταδύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δύνω «δύω»].