ζευγίον

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

τό,=

   A ζυγόν 111.2, IG11(2).287A51 (iii B.C.),12(5).872.37 (iii B.C.).

Greek Monolingual

ζευγίον, τὸ (Α)
το λίθινο ανώφλι ή κατώφλι της διπλής πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος. Αναφέρεται στα δύο φύλλα της πόρτας].