ζεύγος
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Greek Monolingual
το (AM ζεῡγος)
1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» — οι δύο γιοι του Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ.
β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.)
2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου που συνδέονται με κοινό δεσμό (α. «τὸ ζεῡγος... ὃ καλεῖται θῆλυ καὶ ἄρρεν», Ξεν.
β. «συζυγικό ζεύγος»)
3. δύο κτήνη (βόδια ή άλογα) που βρίσκονται κάτω από τον ίδιο ζυγό ή μπορούν να ζευχθούν
4. φρ. «κατὰ ζεῡγος» ή «κατά ζεύγη» ή «ἐς ζεύγεα» — ανά δύο, ζευγαρωτά
νεοελλ.
1. δυάδα ομοειδών πραγμάτων τα οποία πάντοτε συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται («ζεύγος υποδημάτων»)
2. φυσ. φρ. «ζεύγος δυνάμεων» — σύστημα που αποτελείται από δύο δυνάμεις οι οποίες είναι ίσες, παράλληλες, αντίρροπες και δεν βρίσκονται στην ίδια ευθεία
μσν.
το ρωμαϊκό πλέθρο, δηλ. έκταση γης που καλλιεργείται σε μια μέρα από ένα ζευγάρι βοδιών
αρχ.
1. όχημα που σύρεται από δύο ή περισσότερα ζώα, η άμαξα («τὴν μητέρα αὐτῶν ζεύγεϊ κομισθῆναι ἐς τὸ ἱρόν», Ηρόδ.)
2. άρμα που χρησιμοποιούνταν σε αρματηλασίες
3. επιστόμιο διπλού αυλού
4. περισσότερα από δύο πρόσωπα ή πράγματα συνδεδεμένα («ζεῡγος τρίδουλον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό σιγμόληκτο παράγωγο του ζεύγνυμι. Ανάγεται σε ΙΕ τ. yeugos (< ΙΕ ρ. yeu-g «συνδέω, ενώνω»). Ο πληθ. ζεύγεα αντιστοιχεί επακριβώς στο λατ. iugera «πλέθρα» και στο αρχ. γερμ. jiuch «ένα στρέμμα γη». Παραλλήλως προς το σιγμόληκτο θ. μαρτυρείται και δεύτερο με -λ- στον τ. ζεύγλη «το καμπύλο μέρος του ζυγού τών βοδιών που επικάθεται στον αυχένα τους» (πρβλ. νέφος-νεφέλη, έτος-έταλον).
ΠΑΡ. ζευγάρι(ον)
αρχ.
ζευγεύς, ζευγίζω, ζευγίον, ζευγίτης.
ΣΥΝΘ. ζευγολάτης
αρχ.
ζευγοτρόφος, ζευγοφορούμαι].