κατάμιξις

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

   A v. κατάμειξις.

German (Pape)

[Seite 1364] ἡ, Vermischung, Sp., wie Plut., ἡ πρὸς τὸ σῶμα κ. τοῦ οἴνου adv. Col. 6; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμιξις: -εως, ἡ, ἐντελὴς μῖξις, ἀνάμιξις Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, 1., 37. 2, 1., Διοσκ., κτλ.· ἡ πρός τι κ. Πλούτ. 2, 1110Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mélange.
Étymologie: καταμίγνυμι.

Greek Monolingual

κατάμιξις, ἡ (Α)
βλ. κατάμειξις.